καλομεταχειρίζομαι

καλομεταχειρίζομαι
хорошо, внимательно относиться (к кому-чему-л.); бережно, хорошо обращаться (с кем-чем-л.);

καλομεταχειρίζομαι την υπηρέτρια — хорошо обращаться с прислугой


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καλομεταχειρίζομαι" в других словарях:

  • καλομεταχειρίζομαι — καλομεταχειρίστηκα, καλομεταχειρισμένος, συμπεριφέρομαι καλά: Καλομεταχειρίζομαι τους υπαλλήλους μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλομεταχειρίζομαι — 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με καλοσύνη και συμπάθεια, τόν περιποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλομεταχείριση — η [καλομεταχειρίζομαι] 1. καλή ευνοϊκή, προσηνής συμπεριφορά 2. (για πράγματα) προσεκτική χρήση, επιμελημένη μεταχείριση …   Dictionary of Greek

  • καλομεταχείρισμα — το [καλομεταχειρίζομαι] καλομεταχείριση* …   Dictionary of Greek

  • καλομιλώ — άω 1. μιλώ καλά, με ευχέρεια, στην εντέλεια μια ξένη γλώσσα 2. γλυκομιλώ σε κάποιον, τόν καλομεταχειρίζομαι, τού συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»